πεδινῶν

πεδινῶν
πεδινός
fem gen pl
πεδινός
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κεντρικού Ζαγορίου, δήμος — Νέος δήμος (1.601 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Ασπραγγέλου, Αγίου Μηνά, Άνω Πεδινών, Αρίστης, Βίτσης, Δικορύφου, Διλόφου, Διποτάμου, Ελάτης, Ελαφότοπου, Καλουτά, Κάτω… …   Dictionary of Greek

  • Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία …   Dictionary of Greek

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • ιουνιανός — και ιουνιακός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Ιούνιο ή συνέβη κατ αυτόν τον μήνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Ιουνιανά ή Ιουνιακά οι αιματηρές συγκρούσεις που έγιναν στην Αθήνα τον Ιούνιο τού 1863 ανάμεσα στις παρατάξεις τών… …   Dictionary of Greek

  • πεδιάσιος — ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πεδιάδα, ο πεδινός 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πεδιάσιοι οι κάτοικοι τών πεδινών περιοχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον πιθ. κατά τα τοπωνύμια σε άσιος (πρβλ. Φλειάσιος) …   Dictionary of Greek

  • πεδιολογία — η η μελέτη τών καλλιεργήσιμων ή τών καλλιεργημένων πεδινών εκτάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίο + λογία*] …   Dictionary of Greek

  • σάχο — η, Ν (ενν. γλώσσα) γλωσσ. γλώσσα που μιλιέται από κατοίκους τών παράλιων πεδινών περιοχών τής Νότιας Ερυθραίας στο βόρειο τμήμα τής Αιθιοπίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. saho] …   Dictionary of Greek

  • σταφίδα — Ο αποξηραμένος μαύρος καρπός της σταφιδαμπέλου, αλλά και η ίδια η σταφιδάμπελος, όπως επίσης και το κτήμα που φέρει φυτεία σταφιδαμπέλου. Ασταφίς και σταφίς ήταν όροι με τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν κάθε αποξηραμένη σταφυλή. Η… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”